Με την ανωτέρω δικαστική απόφαση έχει κριθεί, ότι η παράσταση στη λήψη ένορκης βεβαίωσης είναι παράσταση ενώπιον δικαστηρίου και ισχύει και γι’ αυτές η υποχρεωτικότητα παράστασης δικηγόρου.
Συγκεκριμένα, παρατίθεται στην ως άνω απόφαση:

«… Για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον ειρηνοδίκη ή προξένου απαιτείται αίτηση, διότι πρόκειται για διενέργεια διαδικαστικής πράξης ενώπιον δικαστικής αρχής, που ως τέτοια ενεργεί μόνο κατόπιν αίτησης (ΚΠολΔ 106), κάτι που δεν απαιτείται για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον συμβολαιογράφου. Στην πράξη η αίτηση για τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης υποβάλλεται λίγο πριν ή ταυτόχρονα με τη λήψη της τελευταίας.

Κατά το νομοθετικό καθεστώς προ του Ν. 4335/2015 το ζήτημα της παράστασης δικηγόρου στη διαδικασία της ένορκης βεβαίωσης δεν ετίθετο. Ο αμιγώς μονομερής χαρακτήρας της ένορκης βεβαίωσης, η μη πρόβλεψη και μη κύρωση, ουσιαστικά, για τη μη προκαταβολή κρατήσεων και εισφορών (προϊσχ. άρθ. 92 §§ 2 & 6 Ν.Δ. 3026/1954: μόνο πειθαρχική κύρωση) και, πάνω απ’ όλα, η δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης των διαδίκων στο Ειρηνοδικείο, αν και είχε περιοριστεί μέχρι της αξίας αντικειμένου διαφοράς του ποσού των € 12.000 (προισχ. ΚΠολΔ 94 § 2 περ. α΄, τροποπ. με άρθ. 7 § 1 Ν. 3994/2011), εκμηδένιζε την πρακτική αξία του ζητήματος. Η δυνατότητα καταχώρησης ενστάσεων και αιτήσεων εξαίρεσης κατά του μάρτυρα (ΚΠολΔ 423 § 2), η εξαίρεση από την υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου μόνο στις μικροδιαφορές (ΚΠολΔ 94 § 2 περ. α΄) κι επικειμένου κινδύνου (ΚΠολΔ 94 § 2 περ. β΄), καθώς και το απαράδεκτο που ο νόμος προβλέπει επί μη προκαταβολής παρακρατήσεων και εισφορών (άρθ. 61 § 4 Ν. 4194/2013, Κώδικα Δικηγόρων) θέτουν το ζήτημα σε νέο πλαίσιο αναφορικά με τη δικαστηριακή ένορκη βεβαίωση. Αντίστοιχος προβληματισμός δεν τίθεται στη συμβολαιογραφική και την προξενική ένορκη βεβαίωση, αφού στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για άμισθο δημόσιο λειτουργό και στη δεύτερη για διοικητική αρχή, όπου η αυτοπρόσωπη παράσταση δεν περιορίζεται κατά νόμο.

Το κομβικό ζήτημα είναι κατά πόσον απαιτείται υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου στη δικαστηριακή ένορκη βεβαίωση. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου αφορά μόνο τις διαδικασίες επί ακροατηρίου και, υπό αυτήν την έννοια, η διαδικασία της ένορκης βεβαίωσης εκφεύγει της υποχρεωτικής παράστασης. Ο ίδιος προβληματισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί και για τη διαδικασία έκδοσης περιουσιακής διαταγής, πληρωμής ή απόδοσης μισθίου, από όπου, ομοίως, απουσιάζει η επί ακροατηρίου διαδικασία.

Εκεί, όμως, γίνεται παγίως δεκτό, ότι εφαρμόζονται τα γενικώς ισχύοντα για την παράσταση δικηγόρου, λύση που, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πρέπει να γίνει δεκτή και στη διαδικασία της ένορκης βεβαίωσης και μάλιστα κατά μείζονα λόγο, αφού η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής είναι αυτοτελής, η δε αντίστοιχη της ένορκης βεβαίωσης είναι εξ ορισμού παρακολουθηματική άλλης επί ακροατηρίου διαδικασίας, όπου εφαρμόζεται ο αποκλεισμός της δυνατότητας αυτοπρόσωπης παράστασης. Ο ειρηνοδίκης στην ένορκη βεβαίωση επιτελεί έργο αντίστοιχο του δικαστή μονομελούς δικαστηρίου ή του ορισμένου δικαστή για την εξέταση μαρτύρων (ΚΠολΔ 237 § 6 εδ. α΄) και, συνεπώς, θα πρέπει να τύχει ανάλογης νομικής αντιμετώπισης. Όπως ο ορισμένος δικαστής για την εξέταση μαρτύρων θα αντιμετωπισθεί ως δικαστήριο κατά τα κοινώς ισχύοντα, έτσι θα πρέπει να αντιμετωπισθεί και ο ειρηνοδίκης στο πλαίσιο της ένορκης βεβαίωσης, αφού μάλιστα αμφότεροι λειτουργούν παρεπομένως άλλης διαδικασίας, μετά ο ένας και πριν ο άλλος, αντίστοιχα. Ότι στον ορισμένο δικαστή για την εξέταση μαρτύρων διεξάγεται συζήτηση, ενώ στον ειρηνοδίκη της ένορκης βεβαίωσης όχι, δεν υποβιβάζει το διαδικαστικό ρόλο του τελευταίου, αφού το ίδιο πρόβλημα αναφύεται και στην έκδοση περιουσιακής διαταγής, για την οποία έγινε λόγος. Στην υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, πλην των εξαιρέσεων που προβλέπει ο νόμος, και στην ένορκη βεβαίωση συνηγορεί η τελεολογία των νέων ρυθμίσεων για την τακτική διαδικασία, όπου ο περιορισμός της δυνατότητας αυτοπρόσωπης παράστασης σε απλούστερες υποθέσεις (μικροδιαφορές) και για αποτροπή επικείμενου κινδύνου δικαιολογείται από την επέκταση της έγγραφης προδικασίας. Ότι η απαγόρευση της αυτοπρόσωπης παράστασης δεν κάμφθηκε ούτε στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (Νίκας σε Ερμηνεία ΚΠολΔ των Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, υπό το άρθρο 94, αρ. 8, σελ. 213, Γ. Ορφανίδης, Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, «Η ρύθμιση του άρθρου 94 ΚΠολΔ μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 4335/2015», Μελέτη δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, Α.Π 173/1990, ΕλλΔνη 1991, σελ. 971, ΜΠρΜεσολ 8/2016 Α΄ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΧαν 234/2016 αδημ.), μαρτυρεί την πρόθεση του νομοθέτη για καθολική εφαρμογή του νέου συστήματος παράστασης των διαδίκων, που δεν εντοπίζεται σε μία διαδικασία, αλλά αποτελεί τη βάση στην οποία δομούνται, με κάποιες εξαιρέσεις, όλες οι διαδικασίες, ρόλο που παραδοσιακά επιτελούσε η τακτική διαδικασία.

Με βάση τα παραπάνω και από τη στιγμή που η κλήση για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης και η αίτηση για την τελευταία αποτελούν δικόγραφα, διότι ενσωματώνουν διαδικαστικές πράξεις, και η παράσταση στη λήψη ένορκης βεβαίωσης είναι παράσταση ενώπιον δικαστηρίου, όπως προαναφέρθηκε, ισχύει και για αυτές η υποχρεωτικότητα παράστασης δικηγόρου, όπως καθιερώνεται στο ΚΠολΔ 94 § 2, που, φυσικά, συνεπάγεται προκαταβολή εισφορών και κρατήσεων του δικηγόρου στο σύλλογο του οποίου είναι μέλος (ΚωδΔικ 61 § 1 εισαγ. εδ.) επί ποινή απαραδέκτου για τις περιπτώσεις που προβλέπεται δηλ. για την αίτηση λήψης της ένορκης βεβαίωσης και την παράσταση στη λήψη της τελευταίας (βλ. το άρθρο του Δικηγόρου Σίμου Σαμαρά, «Οι ένορκες βεβαιώσεις στα πολιτικά δικαστήρια μετά το Ν. 4335/2015», δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα «Νομικά και Επίκαιρα», σύμφωνοι και οι Γιαννόπουλος – Τριανταφυλλίδης, ό.π., σελ. 681)».