Το Συμβούλιο της Επικρατείας προέβη σε ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 15 του Ν. 3091/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 του Ν. 3842/2010, περί ειδικού φόρου ακινήτων, παραπέμποντας την υπό κρίση υπόθεση στην επταμελή σύνθεση, λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού, αλλά και αντίθετης νομολογίας (ΣτΕ 795/2022). Σύμφωνα με την κύρια γνώμη του δικαστηρίου, η θέσπιση του ειδικού αυτού φόρου θίγει τον πυρήνα της περιουσίας των φορολογούμενων νομικών προσώπων και οι ως άνω διατάξεις αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 5, 17 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Ειδικότερα, το δικαστήριο διαπίστωσε αρχικά ότι ο νομοθέτης, με τη θέσπιση του ειδικού φόρου ακινήτων, δεν απέβλεψε στη φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας ως φορολογητέας ύλης (πηγής πλούτου, διαφορετικής από το εισόδημα), αλλά στην πάταξη της φοροαποφυγής.Από τη γραμματική διατύπωση των σχετικών διατάξεων, με τις αλλεπάλληλες προσθήκες και τροποποιήσεις που έχουν υποστεί, καθίσταται ασαφής ο κύκλος των βαρυνομένων προσώπων.Το δικαστήριο επεσήμανε ότι, αν και προβλέπεται ότι η προσκόμιση των σχετικών με τη μετοχική σύνθεση των βαρυνομένων εταιρειών στοιχείων δύναται, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην απαλλαγή των εν λόγω εταιρειών από τον ένδικο φόρο, στις περιπτώσεις, όμως, που μέρος των μετοχών ανώνυμης εταιρείας που έχει την έδρα της στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ανήκει σε νομική οντότητα η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως («offshore εταιρείες»), αποκλείεται η δυνατότητα απαλλαγής εάν δεν υπάρχει σε ισχύ σύμβαση διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής μεταξύ της Ελλάδας και της εν λόγω τρίτης χώρας. Ο Πρόεδρος του Τμήματος διατύπωσε την αντίθετη γνώμη, κατά την οποία, όπως έχει γίνει δεκτό (ΣτΕ 88/2020 7μ., 1389, 36/2019 7μ., 2810/2017 7μ.), με τις ως άνω διατάξεις ο νομοθέτης επεδίωξε να επιβαρύνει με τον ένδικο ειδικό φόρο επί των ακινήτων όχι όλες ανεξαιρέτως τις εταιρείες, αλλά εκείνες μόνον οι οποίες, μη «επιθυμώντας» την «αποκάλυψη» στις φορολογικές αρχές της ταυτότητας των πραγματικών κυρίων των ακινήτων τους, καθιστούν τελικώς ανέφικτo τον εκ μέρους των φορολογικών αρχών έλεγχο φυσικών προσώπων υποκειμένων καταρχήν σε φορολογία στην Ελλάδα..Λαμβάνοντας δε υπόψη α) τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται με τη θέσπιση του ένδικου ειδικού φόρου και β) το ότι οι καταρχήν υπόχρεοι στην καταβολή του ενδίκου φόρου δύνανται, πάντως, να απαλλαγούν ευχερώς από αυτόν, είτε παρέχοντας στις φορολογικές αρχές τις «πληροφορίες» που απαιτεί ο νόμος, ώστε να υπαχθούν σε μία από τις προβλεπόμενες από αυτόν πάγιες εξαιρέσεις, είτε μεταβιβάζοντας το σχετικό ακίνητο κατά τους όρους των προαναφερθεισών μεταβατικών διατάξεων, με την επιβολή του ένδικου ειδικού φόρου δεν τίθεται καταρχήν ούτε ζήτημα υπέρμετρης επιβάρυνσης της ιδιοκτησίας ή δυσανάλογης επέμβασης στην περιουσία ούτε ζήτημα υπέρμετρου περιορισμού της επιχειρηματικής ελευθερίας, ο οποίος να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος για την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, δεν παραβιάζονται οι προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές ή οι προστατευτικές της περιουσίας διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α.