Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1923 παρ. 1 και 1935 παρ. 1 ΑΚ, προκύπτει ότι ο καταπιστευματοδόχος από τότε που η κληρονομία επάγεται στον κληρονόμο, από το θάνατο δηλαδή του διαθέτη και μέχρι την επαγωγή του καταπιστεύματος έχει δικαίωμα προσδοκίας κληρονομίας, το οποίο είναι κεκτημένο, απαλλοτριωτό και όχι κληρονομητό. Εφόσον το εν λόγω περιουσιακό δικαίωμα προσδοκίας είναι απαλλοτριωτό, ο καταπιστευματοδόχος έχει το δικαίωμα να το εκποιήσει, ακόμη και στον ίδιο τον βεβαρημένο με το καταπίστευμα κληρονόμο κατά τις διατάξεις των άρθρων 1942 επ. ΑΚ. Ειδικότερα, μετά την επαγωγή στον κληρονόμο και πριν από την επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο είναι επιτρεπτή η διάθεση (απαλλοτρίωση με ευρεία έννοια) του δικαιώματος προσδοκίας από τον φορέα του, τον καταπιστευματοδόχο, είτε με παραίτηση του ίδιου του καταπιστευματοδόχου από το δικαίωμα προσδοκίας κτήσης της κυριότητας επί επίδικου ακινήτου (απώλεια-απόσβεση του δικαιώματος από τον έως τότε δικαιούχο, χωρίς να περιέλθει σε άλλον), είτε με εκποίηση (απαλλοτρίωση με στενή έννοια) του δικαιώματος προσδοκίας, ώστε να περιέλθει σε άλλον, ακόμη και στον ίδιο τον βεβαρημένο. Το δικαίωμα αυτό προσδοκίας του καταπιστευματοδόχου δεν έχουν και οι τυχόν υποκατάστατοί του, όσο δεν έχει εκπέσει ο καταπιστευματοδόχος.

Ο καταπιστευματοδόχος δύναται να καταρτίσει σχετική σύμβαση με τον βεβαρημένο δυνάμει της οποίας ο καταπιστευματοδόχος παραιτείται υπέρ του βεβαρημένου κληρονόμου από το δικαίωμα προσδοκίας κτήσης κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, και κατ` ακρίβεια, από τη σύνολη ενοχική σχέση που τους συνέδεε με τον βεβαρημένο, κατ` αρθρ. 361 και 454 ΑΚ. Η παραίτηση αυτή από το περιουσιακό- απαλλοτριωτό δικαίωμα προσδοκίας υπέρ του βεβαρημένου και κατ` ακρίβεια η υπέρ του βεβαρημένου παραίτηση από το καταπίστευμα είναι έγκυρη, αφού έγινε μετά την επαγωγή στον βεβαρημένο κληρονόμο και πριν από την επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο, με την επισήμανση ότι η εν λόγω παραίτηση είναι διαφορετική από την αποποίηση κατ` άρθρ. 1940 ΑΚ. Λύεται συνεπώς, ο δεσμός μεταξύ του δικαιούχου καταπιστευματοδόχου και του υπόψη δικαιώματος, μετά την απώλεια αυτού που έγινε με την παραπάνω παραίτηση.

Στην υπόθεση που κρίθηκε με την υπ’ αριθ. 1193/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμους του τη σύζυγό του και τα τρία τέκνα του στα αναφερόμενα στη διαθήκη αυτή περιουσιακά στοιχεία-δήλα αντικείμενα της κληρονομιάς και ότι σε δήλο αντικείμενο της κληρονομιάς του, και συγκεκριμένα στην παραπάνω οικία στο …, που καταλείπεται στο γιο του, έταξε καταπίστευμα σε βάρος αυτού, σε περίπτωση που θα πέθαινε άτεκνος, υπέρ των άλλων δύο τέκνων του, τους οποίους ο διαθέτης ήθελε συγκαταπιστευματοδόχους. ]. Παράλληλα, ο διαθέτης, με την πιο πάνω φράση του “… ή τους νομίμους αυτών κληρονόμους”, όρισε, ως υποκατάστατους των συγκαταπιστευματοδόχων, τους νόμιμους κληρονόμους τους, για την περίπτωση ματαίωσης της επαγωγής του καταπιστεύματος σ` αυτούς από οποιονδήποτε λόγο, άρα και για την περίπτωση θανάτου κάποιου από τους συγκαταπιστευματοδόχους πριν από την επαγωγή του καταπιστεύματος, η οποία (επαγωγή) θα συντελούνταν με το θάνατο του βεβαρημένου κληρονόμου χωρίς να έχει αφήσει νόμιμα τέκνα.

Μεταξύ του βεβαρημένου κληρονόμου και των καταπιστευματοδόχων καταρτίστηκε η …/1961 “πράξις τακτοποιήσεως κληρονομικών μερίδων και νομίμου μοίρας”, που φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή τους, κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι προς αποφυγήν δικαστικών αγώνων μεταξύ των, συμβιβάζονται δια την προκειμένην κληρονομικήν διαφοράν των και αποδέχονται, όπως ο εξ αυτών Ι. Ι. Ν. λάβη, προς συμπλήρωσιν του ποσού της νομίμου μοίρας του επί της καταλειφθείσης κληρονομιάς του αποβιώσαντος ως άνω διαθέτου πατρός του, όσα λεπτομερώς αναγράφονται εν τη άνω διαθήκη ως αφιέμενα εις αυτόν και προσθέτως και τα κατωτέρω περιουσιακά στοιχεία της κληρονομιάς, ώστε πάντα ταύτα να είναι η κληρονομική μερίς του. Ο εκ των συμβαλλομένων Ι. Ι. Ν. δηλοί ότι δια της παραχωρήσεως εις αυτόν δια του παρόντος συμβιβασμού προσθέτως των ανωτέρω λεπτομερώς αναγραφομένων περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς, θεωρεί και αποδέχεται ως συμπληρούμενον το εις αυτόν ανήκον μερίδιον νομίμου μοίρας επί της προκειμένης κληρονομιάς του πατρός του Ι. Ν., και παραιτείται παντός τυχόν δικαιώματος του δι` οιονδήποτε εν γένει λόγον ή αιτίαν ως και πάσης σχετικής αγωγής του και ενστάσεως,. Εν τέλει άπαντες οι συμβαλλόμενοι δηλούσιν ότι ούτω κανονίσαντες κατά τα ανωτέρω την μεταξύ των κληρονομικήν διαφοράν, αναγνωρίζουσι πάντες και αποδέχονται όσα δια του παρόντος συνομολογούνται και ουδεμίαν του λοιπού αξίωσιν ή απαίτησιν έχει ή διαφυλάττει τις εξ αυτών κατά των άλλων, παραιτούνται δε παντός δικαιώματος των προσβολής του παρόντος δι` οιονδήποτε ουσιαστικόν ή τυπικόν λόγον και λόγω πλάνης και παραιτούνται ρητώς και από τούδε και πάσης των σχετικής αγωγής ή ενστάσεως …”.

Από το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο του ως άνω συμβιβασμού, που δεν αμφισβητείται, άλλωστε, από τους ενάγοντες, αποδεικνύεται, ότι οι συγκαταπιστευματοδόχοι Ν. Ι. Ν. παραιτήθηκαν, υπέρ του βεβαρημένου κληρονόμου Ι. Ι. Ν., από το δικαίωμα προσδοκίας κτήσης κυριότητας στην επίδικη οικία. Και κατ` ακρίβεια, από τη σύνολη ενοχική σχέση που τους συνέδεε με τον βεβαρημένο, καταρτίζοντας τη σχετική σύμβαση, κατ` αρθρ. 361 και 454 ΑΚ (και με την εκδοχή ακόμη ότι πρόκειται για εκποίηση του δικαιώματος προσδοκίας των καταπιστευματοδόχων κατ` αρθρ. 1942 παρ. 2 ΑΚ). Η παραίτηση αυτή από το περιουσιακό- απαλλοτριωτό δικαίωμα προσδοκίας υπέρ του βεβαρημένου και κατ` ακρίβεια η υπέρ του βεβαρημένου παραίτηση από το καταπίστευμα είναι έγκυρη, αφού έγινε μετά την επαγωγή στον βεβαρημένο κληρονόμο και πριν από την επαγωγή στους συγκαταπιστευματοδόχους, με την επισήμανση ότι η εν λόγω παραίτηση είναι διαφορετική από την αποποίηση κατ` άρθρ. 1940 ΑΚ.

Λύθηκε, έτσι, ο δεσμός μεταξύ των δικαιούχων συγκαταπιστευματοδόχων και του υπόψη δικαιώματος, μετά την απώλεια αυτού που έγινε με την παραπάνω παραίτηση.

Στο μεταξύ, πέθανε και ο από τους, αρχικά, συγκαταπιστευματοδόχους Ν. Ι. Ν., ο οποίος, με την από 12- 11-1995 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε νόμιμα, εγκατέστησε κληρονόμους του στην κινητή και ακίνητη περιουσία του τους δεύτερη έως και πέμπτη των εναγόντων (σύζυγο και τέκνα του), οι οποίοι, άλλωστε, ήταν και οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, κατανέμοντας σ` αυτούς, κατά τα αναφερόμενα στη διαθήκη του, την περιουσία του. Οι τελευταίοι, μετά απ` αυτά, άσκησαν την κρινόμενη αγωγή, ισχυριζόμενοι ότι οι ίδιοι είναι πλέον συγκαταπιστευματοδόχοι στην επίδικη οικία, σύμφωνα με όσα διατύπωσε ο διαθέτης Ι. Ι. Ν. στην πιο πάνω …/1953 δημόσια διαθήκη του. Και τούτο διότι, ναι μεν ματαιώθηκε η επαγωγή του καταπιστεύματος στον ίδιο το σύζυγο και πατέρα τους-αρχικό συγκαταπιστευματοδόχο Ν. Ι. Ν., λόγω του ότι αυτός προαποβίωσε (στις 29-12-1996) του βεβαρημένου κληρονόμου Ι. Ι. Ν. (που πέθανε στις 27-2-1999), πλην, όμως, μετά την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης, δηλαδή το θάνατο του τελευταίου χωρίς τέκνα, η επαγωγή του καταπιστεύματος δεν ματαιώνεται προς αυτούς, ως κληρονόμους του Ν. Ι. Ν., τους οποίους ο διαθέτης όρισε ως υποκατάστατους αυτού. Οι αγωγικοί, όμως, αυτοί ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, μετά την, κατά τα προαναφερόμενα, έγκυρη παραίτηση, υπέρ του βεβαρημένου κληρονόμου Ι. Ν., από το επίδικο καταπίστευμα του καταπιστευματοδόχου Ν. Ν. και δεν μπορεί να γίνει πλέον λόγος για “υποκατάσταση” αυτού από τους παραπάνω ενάγοντες οι οποίοι και δεν έχουν το επικαλούμενο απ` αυτούς δικαίωμα”. Η προαναφερθείσα παραίτηση του καταπιστευματοδόχου Ν. Ι. Ν., που ενδιαφέρει εν προκειμένω, από το (περιουσιακό-απαλλοτριωτό) δικαίωμα προσδοκίας του υπέρ του βεβαρημένου είναι έγκυρη, αφού έγινε μετά την επαγωγή στον βεβαρημένο κληρονόμο και πριν από την επαγωγή σ` αυτόν, και κατά συνέπεια λύθηκε, έτσι, ο δεσμός μεταξύ του καταπιστευματοδόχου και του εν λόγω δικαιώματος, μετά την απώλεια αυτού που έγινε με την παραπάνω παραίτηση και δεν μπορεί να γίνει πλέον λόγος για “υποκατάσταση” των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, οι οποίοι μέχρι την ως άνω παραίτηση εκ μέρους του καταπιστευματοδόχου- δικαιοπαρόχου τους δεν είχαν, όπως προαναφέρθηκε, αντίστοιχο με αυτόν δικαίωμα προσδοκίας και ούτε απαιτείτο συναίνεση αυτών για την εγκυρότητα της εν λόγω παραίτησης. Ορθώς λοιπόν, κρίθηκε ότι η ως άνω αγωγή των εναγόντων είναι ουσία αβάσιμη, καθώς ο καταπιστευματοδόχος- δικαιοπάροχος πατέρας τους είχε παραιτηθεί από το καταπίστευμα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος για υποκατάσταση τους στο καταπίστευμα.

Από τα ως άνω γίνεται σαφές ότι εφόσον ο καταπιστευματοδόχος συμβιβασθεί με το βεβαρημένο κληρονόμο, σχετικά με τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας και παραιτηθεί (ο καταπιστευματοδόχος) από κάθε αγωγή και δικαίωμά του από αυτή, τεκμαίρεται ότι παραιτείται, υπέρ του βεβαρημένου κληρονόμου, από το καταπίστευμα , με αποτέλεσμα η παραίτηση αυτή, να καλύπτει όχι μόνο τον καταπιστευματοδόχο που παραιτήθηκε αλλά και κάθε υποκατάστατου αυτού, που έχει ορισθεί με τη διαθήκη.