Κατά τη διάταξη του άρθρου 707 του Α.Κ., στο κεφάλαιο της σύμβασης της μεσιτείας, αναφέρεται ότι: «εάν η συμφωνημένη αμοιβή είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται από το δικαστήριο, με αίτηση του οφειλέτη στο μέτρο που αρμόζει».
Με τον όρο «δυσαναλόγως μεγάλη» νοείται η υπέρμετρη αμοιβή σε σχέση τόσο με τη μεσιτική παροχή και δη τους κόπους, προσπάθειες – έστω και άγονες δαπάνες, χρονική απασχόληση, αλλά και τον τρόπο μεσολάβησης – επιμελείς ή αμελείς ενέργειες κλπ – όσο και με το αποκτώμενο από την επιτευχθείσα σύμβαση έννομο συμφέρον του εντολέα ή και το ηθικό όφελος αυτού, λαμβανομένων υπόψιν και όλων των ειδικών περιστάσεων από το χρόνο σύναψης της μεσιτείας μέχρι το χρόνο γένεσης της αξίωσης για αμοιβή των τυχόν επιτόπιων συνηθειών, όπως είναι και η συνηθισμένη αμοιβή των μεσιτών της περιοχής για παρόμοιες συναλλαγές, καθώς και της οικονομικής κατάστασης των μερών, κυρίως δε της οικονομικής κατάστασης του εντολέα. Η μείωση της αμοιβής του μεσίτη μπορεί να επιδιωχθεί και με ένσταση, η οποία ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 707 του Α.Κ. αποτελεί ειδική, παράλληλη με τα άρθρα 200, 281 και 288 του Α.Κ., εφαρμογή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών στη συμφωνία για την αμοιβή του μεσίτη, είναι διάταξη δημόσιας τάξης και μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, πρέπει, όμως, σε κάθε περίπτωση να προβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, με αναφορά όλων των παραπάνω απαιτούμενων στοιχείων (ΑΠ 1074/2011 ΧΡΙΔ2012.264, ΑΠ 794/2005 ΕλλΔνη 49.182, ΑΠ 379/2005 ΕλλΔνη 46.808, ΕφΑθ 7316/2003 ΕλλΔνη 45.888, ΕφΑθ 6037/1995 ΕλλΔνη 37.1646).