Σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α΄ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α΄240), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.», ενώ κατά την 2 του αυτού ως άνω άρθρου του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: «Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.».
Εκ της διατάξεως αυτής, καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 01η.01.2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθ. 2 του ν. ΓΠΝ/1912. Η προκαταβολική, όμως, είσπραξη του τέλους με τον ν. 4640/2019 εκ μέρους του Δημοσίου, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας της δίκης και επί ποσού κατά κανόνα μείζονος του τελικώς επιδικαζομένου, αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθ. 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.
Πιο συγκεκριμένα, η εξαίρεση των αναγνωριστικών αγωγών από το τέλος δικαστικού ενσήμου καθιερώθηκε και διατηρήθηκε επί μακρόν στην υπηρεσία των δικαιωμάτων ελεύθερης πρόσβασης στο Δικαστήριο και της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η επιβάρυνση του διαδίκου με δικαστικό ένσημο, πριν την αναγνώριση του δικαιώματός του, δηλαδή σε ένα επισφαλέστατο για τον ίδιο στάδιο της διαδικασίας, μόνον τους οικονομικά αδυνάτους αποτρέπει από την άσκηση της αγωγής ενώ οι οικονομικά ισχυροί αναλαμβάνουν ευκολότερα τον κίνδυνο απόρριψης. Εξάλλου, η επιβολή του δικαστικού ενσήμου σε πρώιμο και επισφαλές για το διάδικο στάδιο δεν συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν εξυπηρετεί παρά μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, το οποίο όμως δεν μπορεί να προτάσσεται των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων. Άλλωστε, το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος), το οποίο κατοχυρώνεται και από την κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου.
Και ναι μεν ο ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στη Δικαιοσύνη, θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου πρέπει να συνάπτονται προς τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με κατάργηση – άμεση ή έμμεση – του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως αντισυνταγματικές και αντίκεινται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, η επιβολή φορολογικού βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού, καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της απόφασης και όχι με την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με τη δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής. Η διαφορετική, δε, αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται, όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που προβλέπονται στο νόμο, εκτελεστή.
Η επέκταση, όμως, του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές σημαίνει ότι καθίσταται πλέον δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, διότι καθιστά δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζοντας και σε πολλές περιπτώσεις στερώντας από τον πολίτη το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 675/2010 απόφασή του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η νομική παραδοχή του Αρείου Πάγου περί της συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την – απωλεσθείσα πλέον – δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστάτευε – και προστατεύει – ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Με τον τρόπο αυτόν, ο πολίτης, ιδίως ο οικονομικά αδύναμος, προσέφευγε στην άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, εφόσον δεν απαιτείτο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και, ακολούθως, σε περίπτωση επιδικάσεως συγκεκριμένου ποσού από το Δικαστήριο, προέβαινε συνήθως στην έκδοση διαταγής πληρωμής, όπου κατέβαλε πλέον το απαιτούμενο, με βάση, όμως, το επιδικασθέν και όχι το αιτηθέν ποσό, τέλος δικαστικού ενσήμου, καθόσον είχε αρθεί η υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του.
Συνεπώς, η υποχρεωτική προσκομιδή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, λαμβανομένου υπόψη του ότι στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του υπάγονται αγωγές με αντικείμενο άνω των 250.000 ευρώ κατ’ άρ. 14 παρ. 2 σε συνδυασμό με άρ. 18 του ΚΠολΔ, ως προϋπόθεση προσφυγής στη Δικαιοσύνη, αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη, ισοδυναμώντας με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος (ίδετε σχετ. ΠολΠρΠατρ 94/2020 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΣΤΕ 601/2012 NOB 2012.376, ΟλΣΤΕ 3087/2011, ΟλΕλ.Συν 2006/2008 Α΄ Δημοσίευση Νόμος, Ολ.ΣΤΕ 647/2004 ΔΕΕ 2004.821, ΑΕΔ 33/1995 Δνη 1995.571, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 GarciaManipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας, Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος στην προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004, σχόλιο Κ.Μπέη κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686, Εφετείο Πειραιά 55/2009, Δίκη 2009.246 με σχόλιο Κ.Μπέη, Ψήφισμα της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων της 14ης/12/2019, Απόφαση του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων της 7ης/12/2019, από 19/12/2019 Επιστολή της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, την από 24/1/2020 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γιάννη Δρόσου, Σπύρου Βλαχόπουλου και Γιώργου Δελλή κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).