Με την υπ’ αριθ. 195/2017 απόφασή του το Γ΄ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι είναι άκυρη η διαθήκη που συντάχθηκε από μη εγγράμματο διαθέτη. Ειδικότερα, έκρινε ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 §1 εδ. α’ Α.Κ., η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1723 Α.Κ., όποιος δεν είναι ικανός να διαβάζει χειρόγραφα, δεν μπορεί να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη. Η τελευταία αυτή διάταξη θεσπίσθηκε για να καταστεί σεβαστή η θεμελιώδης αρχή, που διέπει το δίκαιο των διαθηκών, κατά την οποία δεν υπάρχει ισχυρή διαθήκη παρά μόνον όταν αυτή εκφράζει τη θέληση του συντάκτη της.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για το κύρος της ιδιόγραφης διαθήκης απαιτείται εκτός από την ιδιόχειρη σύνταξή της, ο διαθέτης να μπορεί να διαβάσει και εννοήσει αυτά που έγραψε, ελέγχοντας έτσι αν πράγματι το κείμενο που ιδιοχείρως έχει γραφεί από αυτόν, ανταποκρίνεται στην πραγματική του βούληση.

Ανίκανος να διαβάζει χειρόγραφα είναι προφανώς εκείνος που δε γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη. Έτσι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη που συνέταξε διαθέτης αγράμματος, ο οποίος ιχνογράφησε μηχανικά σχέδιο διαθήκης, το οποίο έγραψε τρίτος. Την ακυρότητα της διαθήκης μπορεί να προτείνει καθένας που έχει άμεσο έννομο συμφέρον, όπως οι εξ’ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους λόγω της ακυρότητας της διαθήκης περιέρχεται η κληρονομία του.

Ακόμα και αν αποδειχθεί ότι ο τρόπος γραφής του κειμένου από τον διαθέτη, σε μια τέτοια περίπτωση, ήταν η αντιγραφή όμοιου σχεδίου τρίτου λόγω της ανικανότητας γραφής του ιδίου, η διαθήκη καθίσταται και πάλι άκυρη, διότι ο διαθέτης σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορούσε να ελέγξει, αν το σχέδιο που συντάχθηκε από τρίτο και αντέγραψε, αποτυπώνει την πραγματική δική του θέληση, αλλά ήταν τούτο ακατάληπτο γι’ αυτόν.