Σύμφωνα με την παρ.5 του αρ.20 Β΄ ν. 4251/2014 « Η άδεια διαμονής επενδυτή μπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονη διάρκεια, κάθε φορά, εφόσον η ακίνητη περιουσία παραμένει στην κυριότητα και νομή του πολίτη τρίτης χώρας και πληρούνται οι λοιπές, προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις».
Περαιτέρω σύμφωνα με την παρ. 7.Α. του αρ.20 Β΄ του ν.4251/2014 ορίζεται, ότι: «Σε περίπτωση σύναψης συμβολαίου πώλησης ακινήτου με οποιοδήποτε τίμημα, ο πωλητής, πολίτης τρίτης χώρας, οφείλει να προσκομίσει βεβαίωση της κατά τόπον αρμόδιας υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, σχετικά με το αν το συγκεκριμένο ακίνητο έχει χρησιμοποιηθεί για την έκδοση μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή.
Ακόμη, στο αρ.24 παρ. 1 του ν.4251/2014 ορίζεται, ότι: «Η άδεια διαμονής χορηγείται ή ανακαλείται ή δεν ανανεώνεται, εφόσον δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον, οι προϋποθέσεις του νόμου».
Ως εκ τούτου μολονότι η γραμματική διατύπωση της παρ.7 Α΄ του αρ.20 Β΄ του ν. 4251/2014 αναφέρεται στην περίπτωση της μεταπώλησης, ως συνηθέστερη περίπτωση στις συναλλαγές, δύναται να συναχθεί, ότι η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση καταλαμβάνει κάθε συμβολαιογραφική πράξη με την οποία επέρχεται μεταβολή στην κυριότητα και τη νομή της ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα, συνεπώς καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις των γονικών παροχών.
Διαφορετική ερμηνεία του νόμου θα μπορούσε να οδηγήσει σε τυχόν καταστρατήγηση αυτού, σκοπός του οποίου είναι να λαμβάνει γνώση η Αρμόδια Υπηρεσία για την τυχόν μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας του πολίτη τρίτης χώρας δυνάμει της οποίας θεμελιώνει το δικαίωμα διαμονής του.