Ιδιόγραφη είναι η διαθήκη που έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από το χέρι του διαθέτη και έχει χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν (1721 ΑΚ, ΑΠ 708/2015, ΕφΘεσσαλ 2013/2012). Η δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης είναι απαραίτητη για διάφορους λόγους, όπως η εξακρίβωση των κληρονόμων, η εκκίνηση της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης της κληρονομίας (1847 ΑΚ) και η εκκίνηση της διετούς προθεσμίας για την αμφισβήτηση της εγκυρότητας της διαθήκης (1788 ΑΚ).

Σύμφωνα με το άρθρο 1774 ΑΚ, όποιος κατέχει ιδιόγραφη διαθήκη οφείλει να φροντίσει για τη δημοσίευσή της το συντομότερο δυνατόν και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση από τη στιγμή που πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη (ΑΠ 1339/2009, ΠπρΑθ 2200/2010). Κάτοχος θεωρείται ο έχων τη φυσική εξουσία επί του εγγράφου της διαθήκης με τη θέλησή του (πχ αυτός που τη φυλάσσει, ο Συμβολαιογράφος στον οποίο έχει κατατεθεί κλπ). Προθεσμία για τη δημοσίευση δεν υπάρχει, που σημαίνει πως ενδεχόμενη καθυστέρηση δε βλάπτει το κύρος της διαθήκης, ούτε αποδυναμώνει το δικαίωμα προς δημοσίευση, χωρίς να αποκλείεται ωστόσο γέννηση υποχρέωσης αποζημίωσης των προσώπων που βλάφθηκαν από την καθυστέρηση (ΠπρΑθ 2200/2010). Σύμφωνα με το άρθρο 811 ΚΠολΔ, το Ειρηνοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει όποιον κατέχει διαθήκη να την εμφανίσει αν καθυστερεί να το πράξει, επιβάλλοντας ταυτόχρονα και χρηματική ποινή (άθρ. 205 ΚΠολΔ, ΠπρΑθ 2200/2010). Αν ο κάτοχος της διαθήκης είναι ο Συμβολαιογράφος στον οποίο έχει παραδοθεί η διαθήκη προς φύλαξη, αυτός υποχρεούται να την εμφανίσει προς δημοσίευση σύμφωνα με τα ανωτέρω, ενώ αν ο κάτοχος διαμένει στο εξωτερικό, μπορεί να την εμφανίσει στην Προξενική Αρχή, η οποία φροντίζει για τη δημοσίευση και τη σύνταξη του σχετικού πρακτικού, σύμφωνα με τα άρθρα 1773 και 1775 ΑΚ.

Αρμόδιο για τη δημοσίευση είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου όπου είχε την τελευταία του κατοικία ή συνήθη διαμονή ο διαθέτης ή του τόπου όπου έχει τη διαμονή του ο κάτοχος της διαθήκης (1774 ΑΚ). Για να κινηθεί η διαδικασία αρκεί μία απλή αίτηση από τον ενδιαφερόμενο, η οποία παρέχεται συνήθως έντυπη από την αρμόδια Γραμματεία του Ειρηνοδικείου. Απαραίτητη είναι η εμφάνιση του πρωτοτύπου της διαθήκης. Αντίγραφό της δε δημοσιεύεται κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη (ΑΠ 83/2007, ΑΠ 1111/1985, ΕφΑθ 6556/2004). Το Δικαστήριο της δημοσίευσης συντάσσει πρακτικό, στο οποίο εμπεριέχεται ολόκληρο το κείμενο της διαθήκης, καθώς και  βεβαίωση περί της ύπαρξης ή ανυπαρξίας των εξωτερικών ελαττωμάτων που μπορούν να επιδράσουν στο κύρος της (διαγραφές, λεκέδες, σκισίματα κλπ) (1771 ΑΚ).

Τα απαραίτητα έγγραφα για τη δημοσίευση είναι:

  1. Ληξιαρχική πράξη θανάτου του διαθέτη, την οποία νομιμοποιούνται να αιτηθούν οι συγγενείς α’ βαθμού, ο/η σύζυγος και οι εργολάβοι τελετών.
  2. Πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, το οποίο νομιμοποιούνται να ζητήσουν οι πλησιέστεροι συγγενείς του θανόντος, όπως αυτοί προκύπτουν από την οικογενειακή του μερίδα. Για την έκδοση του πιστοποιητικού απαιτούνται μία (1) ή δύο (2) υπεύθυνες δηλώσεις μαρτύρων (όχι συγγενών), ανάλογα με την Αρχή στην οποία θα απευθυνθεί ο ενδιαφερόμενος (π.χ. ο Δήμος Αθηναίων απαιτεί δύο μάρτυρες, άλλοι Δήμοι και κάποια ΚΕΠ έναν), στις οποίες θα αναγράφονται τα στοιχεία του θανόντα και οι εγγύτεροι συγγενείς του. Εάν στην οικογενειακή μερίδα του θανόντα δεν υπάρχουν πλησιέστεροι συγγενείς (π.χ. αδέλφια, ανίψια κλπ), οι πλησιέστεροι συγγενείς θα πρέπει να προσκομίσουν δύο υπεύθυνες δηλώσεις από δύο πολίτες που θα αναφέρουν τους πλησιέστερους συγγενείς του θανόντα με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής από Δημόσια Αρχή ή ΚΕΠ. Σε περίπτωση που στην εμφάνιση προβαίνει Συμβολαιογράφος, δεν απαιτείται πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, αλλά μόνο ληξιαρχική πράξη θανάτου.
  3. Αίτηση δημοσίευσης διαθήκης, την οποία συμπληρώνει ο ενδιαφερόμενος συνυποβάλλοντας στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου και τα προηγούμενα δύο έγγραφα.

Για την έκδοση των πρώτων δύο πιστοποιητικών ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απευθυνθεί σε κάποιο ΚΕΠ ή στον Δήμο όπου ήταν εγγεγραμμένος ο θανών, ενώ μπορεί να τα αιτηθεί και τρίτος (πχ Δικηγόρος) εξοπλισμένος με ειδικό πληρεξούσιο με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής από Δημόσια Αρχή ή ΚΕΠ και με επικυρωμένη φωτοτυπία της ταυτότητας του εξουσιοδοτούντος. Η Αίτηση δημοσίευσης διαθήκης συνήθως παρέχεται έντυπη στις αρμόδιες Γραμματείες των Ειρηνοδικείων, όπως συμβαίνει στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

Ταυτόχρονα με τη δημοσίευση και στην ίδια δικάσιμο αλλά και μεταγενέστερα, μπορεί να κηρυχθεί η διαθήκη κυρία, σύμφωνα με το άρθρο 1776 ΑΚ. Για την κήρυξη της διαθήκης κυρίας ωστόσο δεν αρκεί μία απλή αίτηση, αλλά απαιτείται να επιληφθεί Δικηγόρος που θα καταθέσει δικόγραφο και θα παραστεί στη σχετική δικάσιμο (εκουσία δικαιοδοσία). Αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο της κληρονομίας, κατά τα ανωτέρω. Το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει δύο μάρτυρες οι οποίοι επιβεβαιώνουν το γνήσιο της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη (1776 ΑΚ, 808 ΚπολΔ). Στην πράξη συνηθίζεται η εξέταση ενός μόνο μάρτυρα, ενώ κατά την κρατούσα στη νομολογία και θεωρία άποψη η παράλειψη εξέτασης μαρτύρων δε βλάπτει (ΑΠ 960/2012, Γεωργιάδης). Η κήρυξη της διαθήκης ως κυρίας συνεπάγεται τη δημιουργία μαχητού τεκμηρίου υπέρ της γνησιότητάς της μετά την πάροδο πέντε ετών, με την προϋπόθεση ότι μέσα στο διάστημα αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητά του εγγράφου (1777 ΑΚ). Πριν την πάροδο δηλαδή της πενταετίας, το βάρος απόδειξης της γνησιότητας το φέρει όποιος επικαλείται τη διαθήκη και ωφελείται από αυτήν, ενώ μετά την πενταετία το βάρος απόδειξης περιέρχεται σε αυτόν που αμφισβητεί το κύρος της (ΑΠ 1377/2006, ΑΠ 1595/2006, ΕφΘεσσαλ 2013/2012, ΕφΠατρ 52/2003). Η εν λόγω διαδικασία σκοπεύει στην ενίσχυση της διαθήκης με τη δημιουργία τεκμηρίου γνησιότητας, προστατεύοντας όσους ευνοούνται από αυτήν σε περίπτωση αμφισβήτησής της.

Η μη τήρηση των παραπάνω διαδικασιών δεν επιφέρει σε καμία περίπτωση ακυρότητα της διαθήκης (1779 ΑΚ), καθώς ο δικαιολογητικός τους λόγος είναι η ενίσχυση των τετιμημένων προσώπων και η εξασφάλιση της πραγμάτωσης της θέλησης του διαθέτη.