Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995, όπως ίσχυε μετά την τελευταία αντικατάστασή του με την παρ.1 του άρθρου 17 του ν. 3853/2010 (ΦΕΚ Α’ 90/17.6.2010), «Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως, τα δε αποτελέσματα της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίηση της. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο καταγγελίας της μίσθωσης». Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στο μισθωτή εμπορικής και γενικά κάθε μίσθωσης που καλύπτεται, κατ’ άρθρο 1 του εν λόγω π.δ., από την προστασία αυτού το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση (καταγγελία μεταμέλειας), εφόσον, αφενός μεν η μίσθωση παραμένει ενεργός, αφετέρου δε έχει παρέλθει έτος από την έναρξή της. Για το κύρος της καταγγελίας αρκεί η έγγραφη δήλωση του μισθωτή ότι λύνει τη μίσθωση χωρίς να απαιτείται η συνδρομή κάποιου λόγου που να δικαιολογεί τη μεταμέλειά του. Η καταγγελία αυτή τελεί υπό αναβλητική προθεσμία τριών μηνών και συνεπάγεται την υποχρέωση του μισθωτή να καταβάλει στον εκμισθωτή εφάπαξ αποζημίωση, ενός μηνιαίου μισθώματος, υπολογιζόμενου κατά το χρόνο άσκησης της καταγγελίας, ανεξάρτητα από τη ζημία του εκμισθωτή, ακόμη και αν ο τελευταίος εκμίσθωσε το μίσθιο αμέσως. Αν μετά την άσκηση της καταγγελίας ο μισθωτής αποδώσει αμέσως τη χρήση του μισθίου στον εκμισθωτή, οφείλει και πάλι να καταβάλει στον τελευταίο το μέχρι την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας μίσθωμα των τριών μηνών και την αποζημίωση του ενός μήνα.
Ακολούθησε ο ν. 4242/2014 (ΦΕΚ Α’ 50/28.2.2014), ο οποίος άλλαξε ριζικά το νομικό καθεστώς των εμπορικών μισθώσεων και ισχύει για τις μισθώσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη της ισχύος του, ήτοι μετά την 28.2.2014. Με την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του εν λόγω ν. 4242/2014 ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του π.δ. 34/1995, με την εξαίρεση των άρθρων 5-6,16-18,20-26,27 παρ. 2,28-40,43,46 και 47 αυτού. Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματα της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίηση της…» Το εδάφιο γ’ της τελευταίας ως άνω διατάξεως, αναφερόμενο σε καταγγελία της οποίας τα αποτελέσματα επέρχονται μετά από τρεις μήνες, δεν είναι σαφές σε ποια καταγγελία αναφέρεται και έτσι υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για νομοθετική παραδρομή και επομένως δεν έχει πεδίο εφαρμογής, άλλως ότι αφορά την περίπτωση καταγγελίας της μίσθωσης η οποία έχει εισέλθει στο στάδιο της παράτασης (I. Κατρά, Οι εμπορικές μισθώσεις μετά το ν. 4242/2014 Δνη 2014. 22, του ιδίου Παρατηρήσεις στην ΜονΕφΑΘ 2117/2019 στη Δνη 2019. 513, X. Παπαδάκης Εγχειρίδιο Εμπορικών Μισθώσεων έκδ. 2016 αριθμ. 98-βλ. ωστόσο και αντίθετη άποψη διατυπωθείσα με την ΜονΕφΑΘ 2117/2019 Νόμος). Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4242/2014 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Με τις προτεινόμενες διατάξεις εναρμονίζεται η νομοθεσία των εμπορικών μισθώσεων με τις σύγχρονες απαιτήσεις και παρέχεται η ελευθερία στα συμβαλλόμενα μέρη να ρυθμίζουν την διάρκεια της εμπορικής μίσθωσης για όσο χρόνο τα ίδια επιθυμούν. Η τριετής διάρκεια που προβλέπει η ρύθμιση δεν δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν οι ίδιοι θέλουν να συμφωνήσουν μεγαλύτερη διάρκεια, και με νεότερη συμφωνία είναι δυνατή η λύση της σύμβασης και πριν από τη λήξη της τριετούς διάρκειας. Ορίζεται, επιπλέον, ότι οι μισθωτικές συμβάσεις που συνάπτονται στο εξής θα διέπονται από τη συμφωνία των μερών και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες διατάξεις του π.δ. 34/1995 που δεν αφορούν τη διάρκεια και το δικαίωμα καταγγελίας. Με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα αναθέρμανσης της αγοράς εμπορικών ακινήτων, αφού ελεύθερα οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίζουν την διάρκεια της μίσθωσης χωρίς τον κίνδυνο δέσμευσης του ακινήτου για μεγάλο χρονικά διάστημα που με τις ισχύουσες διατάξεις μπορεί να φτάσει εν τοις πράγμασι και τα δεκαέξι (16) έτη. Έτσι, οι εκμισθωτές μπορούν να μισθώσουν σε ανταγωνιστικές τιμές τα ακίνητά τους, προκειμένου να μην μένουν κλειστά και ανεκμετάλλευτα και να επανέλθουν στις φυσιολογικές τιμές όταν και η οικονομία ανακάμψει.»
Η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995 που προέβλεπε τη δυνατότητα του μισθωτή να καταγγείλει τη μίσθωση «λόγω μεταμέλειας» δεν έχει εφαρμογή στις νέες μισθώσεις που καταρτίζονται μετά τις 28.2.2014, ήτοι υπό την ισχύ του ν. 4242/2014, σύμφωνα με τη ρητή προς τούτο διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του τελευταίου ως άνω νόμου (ΑΠ 357/2017 Νόμος). Ο μισθωτής δεν έχει τη δυνατότητα να καταγγείλει τη μίσθωση λόγω μεταμέλειας με βάση το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995, αφού η διάταξη αυτή δεν ισχύει πλέον για τις νέες μισθώσεις (ΑΠ 357/2017 ΤΝΠ- Νόμος, /. Κατράς, Οι εμπορικές Μισθώσεις μετά το Ν. 4242/2014, ΕλλΔνη 2014, σ. 20-25, X. Παπαδάκης, Εγχειρίδιο Εμπορικών Μισθώσεων μετά τους Ν. 4242/2014 και 4335/2015, σ. 258)[1].
Υποστηρίζεται, ωστόσο, η άποψη ότι οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν εγκύρως ότι η παραπάνω, μη εφαρμοζόμενη στις μισθώσεις που καταρτίζονται μετά τις 28.2.2014, διάταξη θα εφαρμόζεται σε συγκεκριμένη μίσθωση. Έτσι, μπορεί συμβατικά να προβλεφθεί δυνατότητα του μισθωτή να καταγγείλει λόγω μεταμέλειας τη μίσθωση (I. Κατράς, Αστικές και νέες εμπορικές μισθώσεις, Αντ. Σάκκουλας, 2016, σ. 482).[2]